- ἐντύχῃ
- ἐντυγχάνωlight uponaor subj mp 2nd sgἐντυγχάνωlight uponaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐντύχηι — ἐντύχῃ , ἐντυγχάνω light upon aor subj mp 2nd sg ἐντύχῃ , ἐντυγχάνω light upon aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 … Dictionary of Greek